- θαλασσίζοντα
- θαλασσίζωresemble sea-waterpres part act neut nom/voc/acc plθαλασσίζωresemble sea-waterpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαλασσίζω — (Α) [θάλασσα] έχω τη γεύση θαλασσινού νερού («θαλασσίζοντα ὄστρεα»)· … Dictionary of Greek